- γεροντίαση
- ηη πρόωρη εμφάνιση γεροντικών χαρακτηριστικών η οποία οφείλεται σε θρεπτικές διαταραχές ή ενδοκρινολογικές αιτίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεροντίαση — η αρρώστια που προσβάλλει νεαρά άτομα και τα κάνει να έχουν γεροντική εμφάνιση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
γεροντομορφία — η η γεροντίαση … Dictionary of Greek
γεροντομορφισμός — ο η γεροντίαση … Dictionary of Greek
γεροντισμός — ο 1. ιδιοτροπίες και συνήθειες γέρου: Άρχισε από νωρίς τους γεροντισμούς. 2. γεροντίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεροντομορφία — η η γεροντίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεροντομορφισμός — ο η γεροντίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γεροντονανισμός — ο η γεροντίαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)